ἐξερημώσαιεν

ἐξερημώσαιεν
ἐξερημόω
make quite desolate
aor opt act 3rd pl
ἐξερημόω
make quite desolate
aor opt act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξερημώνω — (AM ἐξερημῶ, όω) [ερημώνω] ερημώνω εντελώς, ρημάζω («πῶς ἄν οὖν μᾱλλον ἐξερημώσαιεν ἄνθρωποι οἶκον», Δημοσθ.) αρχ. 1. εξολοθρεύω, αφανίζω («ἡμᾱς τ ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος», Σοφ.) 2. (για στρατεύματα) εκκενώνω έναν τόπο, τόν αφήνω απροστάτευτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”